- θυλάκους
- θῡλάκους , θύλακοςsackmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BRACCAE — apud Ael. Lamprid. in Alexandro Sever. c. 46. extr. Fasiis semper usus est, braccas semper habuit; ἀναξυρίδες Graecorum sunt; quâ utrâque voce feminalia, tibialia et pedulia, h. e. feminales et crurales et pedules fascias, non raro comprehendunt… … Hofmann J. Lexicon universale
TIBIALIA — Veteribus in usn non erant. Unde vetustissimae picturae Apostolos accurate exhibent cruribus nudis. Imo neque V. T. Sacerdotes in Ministerio Sacro ea adhibuisse, observavit Corn. a Lapide, ad c. 28. Exodi num. 42. Quod vel inde firmissime… … Hofmann J. Lexicon universale
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
Thracian clothing — refers to types of clothing worn mainly by Thracians, Dacians[1] but also by some Greeks.[2] Its best literal descriptions are given by Herodotus and Xenophon in his Anabasis.[1] Depictions are found in a great number of Greek vases and there are … Wikipedia
SACCULI — item Folles, Graecis κώρυκοι et ςάκται, inter vasa seu instrumenta, quibus olim Athletae exercebantur, numerantur Polluci, cum ςάκτην, μάρ???ιππον et ςάκκον in eorum censu locat. Erant illi, vel tomento farti, vel aliâ re pleni, quae gravem ictum … Hofmann J. Lexicon universale
αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… … Dictionary of Greek
επταθύλακος — η, ο με επτά θυλάκους … Dictionary of Greek
θυλακοτρώξ — θυλακοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια 2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς οἱ δὲ ἀκρίς» ο ποντικός, κατ άλλους η ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, φυλλο τρώξ] … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… … Dictionary of Greek